αγορίνα

αγορίνα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αγορίνα" в других словарях:

  • αγορίνα — η κορίτσι με τρόπους αγοριού: Σιγά σιγά έχασε το όνομά της κι όλοι την έλεγαν αγορίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγορίνα — η 1. το αγοροκόριτσο* 2. (θωπευτικά) το αγοράκι* …   Dictionary of Greek

  • αγόρι — το [Μ ἀγόρι(ν) και ἀγούρι(ν)] 1. το αρσενικό παιδί ανεξάρτητα από ηλικία, σε αντιδιαστολή προς τα θηλυκά κόρη, κορίτσι 2. με χρήση επιθέτου (= αρσενικός) νεοελλ. 1. το μικρό σε ηλικία αρσενικό παιδί 2. (θωπευτικά) ως προσφώνηση σε προσφιλή άτομα… …   Dictionary of Greek

  • αγόρω — η [αγόρι] 1. η αγορίνα* 2. ως κύριο όνομα Αγόρω …   Dictionary of Greek

  • αγοροκόριτσο — το κορίτσι που φέρνεται σαν αγόρι, αγορίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»